πλεῖστος

πλεῖστος
πλεῖστος, η, ον, [comp] Sup. of πολύς,
A most, greatest, largest, in number, size, extent, etc., π. ὅμιλος, λαός, Il.15.616, 16.377, etc.;

π. κακόν Od. 4.697

;

πλεῖστοι ἐπιχθονίων ἀνθρώπων Hes.Fr.33.1

;

π. εὐκλείας γέρας S.Ph.478

;

φιλοσοφία παλαιοτάτη τε καὶ πλείστη

most in vogue,

Pl. Prt.342a

;

π. τῶν Ἑλληνικῶν φῦλον τὸ Ἀρκαδικόν X.HG7.1.23

, etc.; τῇ γνώμῃ πλεῖστός εἰμι, ἡ π. γνώμη, Hdt.7.220 (s.v.l.), 5.126; πλεῖστον σχήσειν, as [comp] Sup. of πλέον ἔχειν (v. πλείων), Th.7.36.
2 with Art.,

οἱ π.

the greatest number,

Id.4.90

, etc.; τὸ π. τοῦ βίου the greatest part of . . , Pl.Lg.718a, etc. (also same gender as the foll. Noun, ὁ π. τοῦ βίου, ἡ π. τῆς στρατιᾶς, Th.1.5, 7.3);

τῇ ὄψει τοῦ θαρσεῖν τὸ π. εἰληφότες Id.4.34

;

τῷ πλούτῳ διδοὺς τὸ π. E.Supp.408

.
II Special usages: with relat., ὅσας ἂν πλείστας δύνωνται καταστρέφεσθαι subdue the greatest number that they possibly could, Hdt.6.44;

ὡς ἂν δύνωνται πλεῖστα IG12.98.4

, cf. 109.10, 113.37;

ὁπόσσω κα πλείστω ἄξιος ᾖ Berl.Sitzb.1927.160

([place name] Cyrene);

ὅς κα πλεῖστον διδῷ ἀποδόμενοι Leg.Gort.5.48

;

ὡς π. χρόνον Pl.Grg.481b

;

ὅτι π. Th.6.64

, etc.: coupled with εἷς (q.v.),

εἷς ἀνὴρ π. πόνον ἐχθροῖς παρασχών A.Pers.327

: in comp. sense,

πλείστον ἄξια ἢ ὥς τις οἴεται Hp.Art.57

(but πλεῖστα ἤ is corrupt in Hdt.2.35).
III Adv. usages:

πλεῖστον

most,

Il. 19.287

, Hes.Th.231, etc.;

ὡς π. X.An.2.2.12

: sts. added to a [comp] Sup.,

π. ἐχθίστη S.Ph.631

;

π. ἀνθρώπων . . κάκιστος Id.OC743

;

τὴν π. ἡδίστην θεῶν E.Alc.790

: πλεῖστα as Adv., Pi.P.9.97, S.OC720, etc.;

πολλάκις μὲν . . , π. δὲ . . Pl.Hp.Ma.281b

; π. χαίρειν, freq. in letters, POxy.742 (i B.C.), etc.
b furthest,

π. ἀφεστηκέναι Pl.R.587a

, Arist. Mu.391a13.
2 with Art., τὸ π. at most,

ἡμερῶν τεσσάρων τὸ π. Ar.V.260

, etc.;

τὰ π.

for the most part,

Pl.Criti.118c

, etc.; opp. ἐνίοτε, Arist.HA563a31.—The form πλείστως is cited by Gal.17(1).855 from Hp.Epid.6.1.10 (πλεῖστα codd.).
IV with Preps.:
1 διὰ πλείστου furthest off, in point of space or time, Th.4.115,6.11.
2

ἐς πλεῖστον

most,

S.OC739

.
3 ἐπὶ πλεῖστον over the greatest distance, to the greatest extent, in point of space, time, or extent,

ἐπὶ π. χλιδῆς ἀπίκετο Hdt.6.127

;

ἐπὶ π. τοῦ γενησομένου Th.1.138

;

ἐκ τοῦ ἐπὶ π. Id.1.2

; ἐπὶ π. ἀνθρώπων ib.1; ὡς ἐπὶ π. or ὡς ἐπὶ τὸ π., for the most part, Id.4.14, Pl.Lg.720d.
4 κατὰ τὸ π. for the most part, Plb.11.4.7, etc.
5 περὶ πλείστου ποιεῖσθαι, v. περί A. IV.
6 ἐν τοῖς πλεῖσται, v. , , τό, A. v111. 6.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Πλειστός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πλεῖστος — most masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεῖστος — most masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλείστος — η, ο / πλεῑστος, η, ον, ΝΜΑ (υπερθετικό τού επιθ. πολύς) 1. πάρα πολύς, κυρίως ως προς τον αριθμό ή ως προς την ποσότητα 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι πλείστοι οι περισσότεροι, ο μεγαλύτερος αριθμός («καὶ οἱ μὲν ψιλοὶ οἱ πλεῑστοι εὐθὺς ἐχώρουν»,… …   Dictionary of Greek

  • πλείστος — η, ο (υπερθ. βαθμ. του επιθ. πολύς), πάρα πολύς: Πλείστοι άνθρωποι έχουν ανάγκη από δουλειά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλεῖστον — πλεῖστος most masc acc sg πλεῖστος most neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πλείστω — Πλεῖστος most masc nom/voc/acc dual Πλεῖστος most masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πλειστοῖο — Πλειστός masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πλειστοῖς — Πλειστός masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πλειστοῦ — Πλειστός masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πλειστῶν — Πλειστός masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”